- ἔμφορος
- ἔμφοροςproductivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφορος — ἔμφορος, ον (AM) 1. μσν. επιρρεπής 2. αρχ. παραγωγικός, γόνιμος 2. αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο … Dictionary of Greek
ἔμφορον — ἔμφορος productive masc/fem acc sg ἔμφορος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορα — ἔμφορος productive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφοροι — ἔμφορος productive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματέμφορος — ον Μ πνευματοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + ἔμφορος (< ἐμφέρω)] … Dictionary of Greek